- συνικμάζομαι
- Aυγραίνομαι μαζί με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἰκμάζω «υγραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνικμαζομένων — συνικμάζομαι get wetted pres part mp fem gen pl συνικμάζομαι get wetted pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνικμασθέντας — συνικμάζομαι get wetted aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνικμάζεται — συνικμάζομαι get wetted pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)